-
1 акт
1. (документ) το πιστοποιητικό, το δελτίο, ο απολογισμός, το πρωτόκολλοаварийный мор. - επιθεώρησης (κατόπιν βλάβης)2. (действие, явление) η πράξη, η ενέργειαполовой - анат. η συνουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акт
-
2 копуляция
биол. η συνουσία των κατωτάτων οργανισμών (μανιταριών, φυκιών κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копуляция
-
3 снохождение см.лунатизм.
1. (связь, общение) η σχέσ/η 2. (совокупление) η συνουσία, η συνου-σίαση, ο συνουσιασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снохождение см.лунатизм.
-
4 сношение
1. (связь, общение) η σχέσ/η 2. (совокупление) η συνουσία, η συνου-σίαση, ο συνουσιασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сношение
-
5 сношение
сношени||ес1. ἡ σχέση, ἡ ἐπικοινωνία:дипломатические \сношениея οἱ διπλωματικές σχέσεις· прерывать с кем-л, \сношениея διακόπτω τίς σχέσεις μέ κάποιον2. мед. ἡ συνουσία- -
6 совокупление
совокуп||лениес ἡ συνουσία. -
7 сношение
[σνασένιιε] ουσ. ο. σχέση, επικοινωνία, (ιατρ.) συνουσία -
8 совокупление
[σαβακουπλιένιιε] οοσ. ο. συνουσία -
9 сношение
[σνασένιιε] ουσ ο σχέση, επικοινωνία, (ιατρ) συνουσία -
10 совокупление
[σαβακουπλιένιιε] ουσ ο συνουσία -
11 копуляция
-и θ.συνουσία κατωτάτων οργανισμών (μανιταριών, φυκιών). -
12 насиловать
-лую, -луешьρ.δ.μ.1. βιάζω, εξαναγκάζω για συνουσία.2. εκβιάζω• насиловать чью-л. совесть εκβιάζω τη συνείδηση κάποιου. -
13 спать
сплю, спишь, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло, μτχ. ενστ. спящийρ.δ.1. κοιμούμαι•глубоким сном κοιμούμαι βαθιά•
я всю ночь не спал όλη τη νύχτα δε κοιμήθηκα•
мне хочется θέλω να κοιμηθώ.
|| (για νεκρούς)• αναπαύομαι.2. μτφ. είμαι νωθρός, νωχελής, οκνός, νωθρεύω, οκνεύω•а ты не спи, действуй ε μην κοιμάσαι (μη οκνεύεις), δράσε (κουνήσου).
3. (για συνουσία) συγκοιμούμαι, πλαγιάζω μαζί.εκφρ.спать и (во сне) видеть – θέλω πολύ, επιθυμώ σφόδρα, πεθαίνω, ψοφώ.κοιμούμαι• θέλω να κοιμηθώ.
См. также в других словарях:
συνουσία — συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc/acc dual συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνουσία, και ιων. τ. συνουσίη, Α 1. (για πρόσ.) η σαρκική επαφή αρσενικού και θηλυκού, γενετήσια πράξη (α. «φυσιολογική συνουσία» β. «εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ ἀπ ἀνδρὸς συνουσίας», Δημοσθ.) 2. (για ζώα) οχεία, βάτεμα, ζευγάρωμα… … Dictionary of Greek
συνουσίᾳ — συνουσίαι , συνουσία being with fem nom/voc pl συνουσίᾱͅ , συνουσία being with fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσία — η η σεξουαλική, η γενετήσια πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυνουσία — συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc/acc dual συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνουσίας — συνουσίᾱς , συνουσία being with fem acc pl συνουσίᾱς , συνουσία being with fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσίας — συνουσίᾱς , συνουσία being with fem acc pl συνουσίᾱς , συνουσία being with fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσίαι — συνουσία being with fem nom/voc pl συνουσίᾱͅ , συνουσία being with fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνουσίαν — συνουσίᾱν , συνουσία being with fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσιάσας — συνουσιά̱σᾱς , συνουσιάζω keep company with fut part act fem acc pl (doric) συνουσιά̱σᾱς , συνουσιάζω keep company with fut part act fem gen sg (doric) συνουσιάσᾱς , συνουσιάζω keep company with aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσίαν — συνουσίᾱν , συνουσία being with fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)